- φηγώδη
- τα, Νβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια φηγίδες, με 10 γένη και 1.000 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fagales < λατ. fagus «οξιά» (βλ. και λ. φηγός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek